γκρεμοτσακίζω

γκρεμοτσακίζω
γκρεμοτσάκισα, γκρεμοτσακίστηκα, γκρεμοτσακισμένος
1. τσακίζω κάτι γκρεμίζοντάς το: Γκρεμοτσακίστηκα στα σκαλοπάτια του σπιτιού μου.
2. μτφ., σπεύδω: Γκρεμοτσακίστηκε να μας εξυπηρετήσει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γκρεμοτσακίζω — 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι από ψηλό μέρος και τό καταστρέφω 2. μέσ. πέφτω από ψηλό μέρος και τσακίζομαι 3. ταλαιπωρούμαι 4. (μτχ.) γκρεμοτσακισμένος πολυβασανισμένος 5. (προστ.) γκρεμοτσακίσου φύγε από μπροστά μου (πρβλ. γκρεμίσου) …   Dictionary of Greek

  • ξεγκρεμνίζω — (Μ) ρίχνω κάποιον στον γκρεμό, γκρεμοτσακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + γκρεμνίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”