- γκρεμοτσακίζω
- γκρεμοτσάκισα, γκρεμοτσακίστηκα, γκρεμοτσακισμένος1. τσακίζω κάτι γκρεμίζοντάς το: Γκρεμοτσακίστηκα στα σκαλοπάτια του σπιτιού μου.2. μτφ., σπεύδω: Γκρεμοτσακίστηκε να μας εξυπηρετήσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.